- σιφονιέρα
- η, Νείδος χαμηλού ντουλαπιού με πολλά επάλληλα συρτάρια στα οποία τοποθετούνται διάφορα αντικείμενα οικιακής χρήσης και, ιδίως, είδη τής γυναικείας αμφίεσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chiffonnier < γαλλ. chiffon «κουρέλι»].
Dictionary of Greek. 2013.